Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διάκοσμος ο [δiákozmos] Ο20 : ζωγραφικές, γλυπτικές, γραφικές ή κεντητές παραστάσεις και σχέδια ή άλλα στοιχεία που χρησιμοποιούνται για διακόσμηση: Ο γλυπτός ~ της ζωφόρου του Παρθενώνα αναπαριστάνει σκηνές από την πομπή των Παναθηναίων. Ο φυτικός και γραμμικός ~ του τέμπλου είναι υπέροχος. Nεοκλασικά κτίρια με γύψινο διάκοσμο στους εξωτερικούς τοίχους. Aνέλαβε το διάκοσμο της αίθουσας για τη δεξίωση του γάμου, διακόσμηση. || Σκηνικός ~, σκηνογραφία.
[λόγ. < αρχ. διάκοσμος `ταχτοποίηση (του σύμπαντος)΄ κατά τη σημ. της λ. διακοσμώ]