Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διάθλαση η [δiáθlasi] Ο33 : (φυσ.) φαινόμενο κατά το οποίο παρατηρείται αλλαγή στη διεύθυνση μιας φωτεινής ακτίνας ή ενός ηλεκτρομαγνητικού ή ηχητικού κύματος, όταν διέρχεται από ένα μέσο σε ένα άλλο: Nόμοι διαθλάσεως του φωτός. Γωνία διαθλάσεως. Tο ουράνιο τόξο είναι αποτέλεσμα διάθλασης και ανάλυσης του φωτός. H ~ των ηχητικών κυμάτων.
[λόγ. διαθλα- (διαθλώ) -σις > -ση μτφρδ. αγγλ. refraction ή γαλλ. réfraction]