Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διάζωμα
1 εγγραφή
διάζωμα το [διázoma] Ο49 : 1. ημικυκλικός διάδρομος που χωρίζει το κοίλο του αρχαίου θεάτρου σε δύο ή περισσότερα τμήματα. || (επέκτ.) καθένα από τα τμήματα στα οποία χωρίζεται το κοίλο του αρχαίου θεάτρου. || ονομασία αντίστοιχων τμημάτων σε σύγχρονα στάδια, θέατρα κτλ.: Άνω / κάτω / μεσαίο ~. 2. η στενόμακρη επιφάνεια στους αρχαίους ναούς που βρίσκεται ανάμεσα στο γείσο και στο επιστύλιο.

[λόγ. < ελνστ. διάζωμα, αρχ. σημ.: `ζώνη΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες