Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διάδημα
1 εγγραφή
διάδημα το [δiáδima] Ο49 : 1. είδος διακοσμητικής ταινίας που δενόταν γύρω από το κεφάλι. 2. στέμμα ή είδος στέμματος που φοριέται στο κεφάλι, ιδίως ως σύμβολο εξουσίας βασιλέων, παπών, ηγεμόνων κ.ά: Διαμαντένιο / χρυσό / πολύτιμο / βασιλικό ~.

[λόγ. < αρχ. διάδημα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες