Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διάβημα το [δiávima] Ο49 : ενέργεια, πράξη, προσπάθεια που απευθύνεται σε κπ. (κυρίως σε αρχές ή σε υπηρεσίες) για την επίτευξη κάποιου αποτελέσματος: Tολμηρό / έντονο / μάταιο / ατομικό / ομαδικό ~. Προβαίνω σε / κάνω ~. (λόγ. έκφρ.) απονενοημένο* ~. || (ειδικότ.) διπλωματική κυβερνητική ενέργεια που απευθύνεται προς ξένη κυβέρνηση με τη μορφή αίτησης, διαμαρτυρίας ή πρότασης για έγκριση: H κυβέρνηση προέβη σε έντονο ~ διαμαρτυρίας.
[λόγ. < ελνστ. διάβημα `βήμα, πέρασμα΄ σημδ. γαλλ. démarche]