Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δημοκρατικός -ή -ό [δimokratikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στη δημοκρατία ή στο δημοκράτη: Δημοκρατική παράταξη / εφημερίδα. Συνάντηση των δημοκρατικών κομμάτων. Δημοκρατικοί πολίτες. 2. που είναι σύμφωνος με τις αρχές της δημοκρατίας: Δημοκρατικά ιδεώδη / φρονήματα. ~ διάλογος / αγώνας. Δημοκρατικές απόψεις. Δημοκρατικοί θεσμοί. || (ως ουσ.) ο δημοκρατικός, οπαδός, υποστηρικτής της δημοκρατίας. || (συνήθ. πληθ.) οι δημοκρατικοί, ομάδα δημοκρατών, συνήθ. οργανωμένη: Συγκέντρωση δημοκρατικών. Nίκησαν / ηττήθηκαν οι δημοκρατικοί στις εκλογές.
δημοκρατικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 2: H εκλογή του έγινε ~. [λόγ. < αρχ. δημοκρατικός]