Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δημοκρατία
1 εγγραφή
δημοκρατία η [δimokratía] Ο25 : 1. πολιτικό σύστημα που στηρίζεται στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και που λειτουργεί με βάση τη βούληση της πλειοψηφίας των πολιτών: Aγωνίζομαι για τη ~. Ενισχύω / καταλύω / αποκαθιστώ / τραυματίζω / υπονομεύω τη ~. Aστική / σοσιαλιστική ~. Άμεση / έμμεση / αντιπροσωπευτική / μεικτή ~. H ~ γεννήθηκε στην Ελλάδα. Λαϊκή* ~. 2. το συνταγματικό πολίτευμα στο οποίο ο ανώτατος άρχοντας είναι αιρετός: Προεδρική / προεδρευόμενη / αβασίλευτη ~. || Bασιλευόμενη ~, όπου ο ανώτατος άρχοντας (ο βασιλιάς) είναι κληρονομικός. 3. κράτος με δημοκρατικό πολίτευμα: Ελληνική ~. Ο Πρόεδρος της (Ελληνικής) Δημοκρατίας. Οι δημοκρατίες του βορρά / της Bαλτικής. ΦΡ ~ της μπανάνας*.

[λόγ. < αρχ. δημοκρατία `άμεση δημοκρατία΄ & γαλλ. démocratie < αρχ. δημοκρατία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες