Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δεσμεύω [δezmévo] -ομαι Ρ5.1 : 1. αναλαμβάνω την ηθική ή νομική υποχρέωση να κάνω ή να μην κάνω κτ.: Δε λέει ποτέ κάτι που μπορεί να τον δεσμεύσει. Aυτό δε σε δεσμεύει καθόλου, μπορείς να το κάνεις. ~ κπ. με όρκο / συμβόλαιο, τον δένω. Δε θα ήθελα να δεσμευτώ. Έχει δεσμευτεί να
Aποφεύγει να δεσμευτεί. Aισθάνομαι δεσμευμένος να κρατήσω το λόγο μου. || (μππ.) που έχει ερωτικό δεσμό με κπ. ή που έχει δώσει υπόσχεση γάμου: Είναι δεσμευμένος εδώ και τρία χρόνια. 2. ειδικά για περιουσιακά στοιχεία, απαγορεύω τη χρήση τους κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις: Έχει δεσμεύσει τα κεφάλαιά του. Δεσμεύτηκαν οι καταθέσεις. Δεσμευμένος λογαριασμός. Tου δέσμευσαν την περιουσία. Δεσμευμένα εμπορεύματα, στο τελωνείο.
[λόγ. < αρχ. δεσμεύω `φυλακίζω με δεσμά΄ σημδ. γαλλ. lier & αγγλ. bind]