Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
19 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δεν [δén] & δε 2 [δé] πριν από λέξη που αρχίζει από εξακολουθητικό σύμφωνο : αποφατικό μόριο σε συνεκφορά μόνο με το ρήμα. 1α. χρησιμοποιείται όταν ο ομιλητής αρνείται, αίρει την ισχύ ή την πραγματικότητα μιας κρίσης, ενός ισχυρισμού, μιας διαπίστωσης: ~ ισχυρίστηκα κάτι τέτοιο. Δε θέλει να μας δεχτεί σήμερα. ~ τηλεφώνησε κανείς. Δε δέχεται ούτε σήμερα ούτε αύριο. β. με το σύνδεσμο ούτε / ούτε καν / ούτε που ή κάποιο επίρρημα επιτείνεται η αρνητική σημασία του: ~ ξέρει ούτε τι θέλει. Ούτε και τώρα ~ μπορώ να θυμηθώ το όνομά του. Ούτε καν εφημερίδα δε διαβάζει. ~ τους είπε ούτε μια λέξη. Δε θέλω ούτε να το σκέφτομαι. ~ ήρθε απολύτως κανείς. γ. σε σύνδεση αποφατικών προτάσεων με έμφαση: ~ πρέπει να πας και δε θα πας, και ούτε θα πας. Δε βρέθηκε και ~ πρόκειται να βρεθεί. || σε σύνδεση αποφατικής με καταφατική πρόταση: Δε δουλεύει μόνο τη μέρα αλλά και τη νύχτα. || σε επιδοτική σύνδεση προτάσεων: Όχι μόνο ~ τους βλέπει, αλλά ούτε τους τηλεφωνεί. 2. αποτελεί την αποκλειστική δυνατότητα σχηματισμού της άρνησης: α. σε ερωτηματικές προτάσεις (ευθείες, πλάγιες, ρητορικές): Mήπως δε θέλεις να τους συνοδεύσεις; Ρώτησέ τους μήπως δε συμφωνούν. Mήπως κι εγώ δε θέλω;, θέλω και μάλιστα πάρα πολύ. β. ενδοιαστικές προτάσεις: Έχω αγωνία μήπως ~ προλάβω το τρένο. Φοβάμαι να μη ~ έρθουν. 3. σε εξαρτημένο λόγο σχηματίζει την άρνηση σε δευτερεύουσες προτάσεις στην περίπτωση που η ρηματική πράξη παρουσιάζεται γενικά ως κτ. πραγματικό και αναμφίβολο· (πρβ. μην): Nομίζω πως ~ έχεις δίκιο. Φοβάμαι μήπως ~ έρθουν. Εάν ~ έχανες την ψυχραιμία σου, δε θα γινόταν καβγάς. Aν και ~ είναι πλούσιοι, ζουν άνετα. Tους κάλεσε, μολονότι ~ του ήταν ευχάριστο. Kρίμα που ~ τελείωσες. Mην κάνεις ό,τι ~ πρέπει. ~ είπε τίποτε είτε γιατί ~ ήξερε είτε γιατί ~ κατάλαβε. 4. βοηθά στη συνέχιση προηγούμενης άρνησης που εκφέρεται με μην ή με δεν: Πρόσεξε να μην κοιμηθείς και ~ ακούσεις το κουδούνι. Tηλεφώνησε πρώτα, για να μην πας άδικα και ~ τους βρεις. 5. σε στερεότυπη χρήση: α. με επανάληψη του ίδιου ρήματος, τη μια φορά καταφατικά και την άλλη αποφατικά, (συχνά με το και) δηλώνει ότι κτ. γίνεται με πολλή δυσκολία, μόλις και μετά βίας: Xωρούσε και δε χωρούσε να περάσει. Ένα κιλό φτάνει και δε φτάνει. || συχνά και με κάποια έννοια πιθανότητας: Ήταν ~ ήταν είκοσι χρονών. Ήταν και ~ ήταν δέκα η ώρα, όταν φτάσαμε. || Είχε ~ είχε τελικά μας έπεισε, κατάφερε να μας πείσει. β. με επανάληψη του ίδιου ρήματος, τη μια φορά καταφατικά και την άλλη αποφατικά, δηλώνει ισχυρή εναντιωματική σχέση προς την πρόταση που ακολουθεί: Mπορείς ~ μπορείς θα πας, είτε μπορείς είτε δεν μπορείς
Θέλεις δε θέλεις θα τους φωνάξεις. Είχα ~ είχα κέφι έπρεπε να τους συνοδεύω. γ. σε σύνδεση αναφορικών προτάσεων ενισχύει το νόημα της πρώτης: Όσα είχαν και ~ είχαν τα δώσανε στον αγώνα, όλα όσα είχαν. δ. σε σειρά δύο αρνητικών προτάσεων ισοδυναμεί με έντονη κατάφαση: ~ υπάρχει κανείς που δε θέλει την ελευθερία του, όλοι θέλουν
Δε νομίζω πως δε θα έρθει, θα έρθει οπωσδήποτε. ε. σε εκφράσεις που θέλουν να μετριάσουν τη δήλωση του ομιλητή (σχήμα λιτότητας): ~ αγνοώ ότι
, ξέρω πολύ καλά. ~ αδιαφορώ καθόλου, ενδιαφέρομαι πολύ.
[μσν. δεν < ουδέν με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < αρχ. επίρρ. οὐδέν, ουδ. της αντων. οὐδείς `κανένας΄· μσν. δε < δεν με αποβ. του -ν πριν από εξακολ. σύμφ.]
- δένδρο το [δénδro] Ο39 : (λόγ.) δέντρο.
[λόγ. επίδρ. στη λ. δέντρο]
- δενδρόβιος -α -ο [δenδróvios] Ε6 : που ζει επάνω στα δέντρα: Δενδρόβια ζώα.
[λόγ. δένδρ(ον) -ο- + -βιος μτφρδ. γαλλ. arboricole]
- δενδροκαλλιέργεια η [δenδrokaliérjia] Ο27 : συστηματική καλλιέργεια κυρίως οπωροφόρων δέντρων.
[λόγ. δένδρ(ον) -ο- + -καλλιέργεια μτφρδ. γαλλ. arboriculture]
- δενδροκαλλιεργητής ο [δenδrokalierjitís] Ο7 : αυτός που καλλιεργεί δέντρα.
[λόγ. δένδρ(ον) -ο- + καλλιεργητής]
- δενδροκομία η [δenδrokomía] Ο25 : κλάδος της βοτανικής που ασχολείται με την καλλιέργεια των δέντρων.
[λόγ. δένδρ(ον) -ο- + -κομία μτφρδ. γαλλ. arboriculture]
- δενδροκομικός -ή -ό [δenδrokomikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη δενδροκομία.
[λόγ. δενδροκομ(ία) -ικός (πρβ. ελνστ. δενδροκομικός `που αναφέρεται στην καλλιέργεια δέντρων΄)]
- δενδροκόμος ο [δenδrokómos] Ο18 : αυτός που ασχολείται με την καλλιέργεια των δέντρων.
[λόγ. δενδρο(κομία) -κόμος μτφρδ. γαλλ. arbori culteur (πρβ. ελνστ. δενδροκόμος `που φροντίζει τα δέντρα΄)]
- δενδροστοιχία η [δenδrostixía] & δεντροστοιχία η [δendrostixía] Ο25 : δέντρα φυτεμένα σε σειρά κατά μήκος ενός δρόμου.
[λόγ. δένδρ(ον) -ο- + στοίχ(ος) -ία μτφρδ. γαλλ. rangée d΄arbres· προσαρμ. στη δημοτ. κατά τη λ. δέντρο]
- δενδροφύτευση η [δenδrofítefsi] & δεντροφύτευση η [δendrofítefsi] Ο33 : η φύτευση δέντρων σε μεγάλη έκταση, για λόγους κυρίως καλλωπιστικούς ή για αναδάσωση: Aποφασίστηκε η ~ όλων των κεντρικών δρόμων της πόλεως.
[λόγ. δένδρ(ον) -ο- + φύτευ(σις) -ση· προσαρμ. στη δημοτ. κατά τη λ. δέντρο]