Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δεκαοχτάχρονος -η -ο [δekaoxtáxronos] & δεκαοκτάχρονος -η -ο [δekaoktáxronos] Ε5 : 1. που είναι δεκαοχτώ χρονών: Δεκαοχτάχρονη κοπέλα. || (ως ουσ.) άτομο ηλικίας δεκαοχτώ ετών. 2. που διαρκεί δεκαοχτώ χρόνια.
[δεκαοχτ(ώ), δεκαοκτ(ώ) -α- (κατά τα τετρα-, πεντα- κτλ.) + -χρονος]