Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δεκάχρονος -η -ο [δekáxronos] Ε5 : α. που διαρκεί δέκα χρόνια. β. που έχει ηλικία δέκα ετών: Δεκάχρονη κοπέλα. || (ως ουσ.) άτομο ηλικίας δέκα ετών. γ. (ως ουσ.) τα δεκάχρονα, η επέτειος για τη συμπλήρωση δέκα ετών από κάποιο γεγονός: Γιόρτασαν τα δεκάχρονα της ίδρυσης του κόμματος.
[λόγ. δεκα- + -χρονος]