Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δείπνος ο [δípnos] Ο18 : (λόγ.) το δείπνο μόνο στην έκφραση Mυστικός* Δείπνος.
[λόγ. < ελνστ. ή μσν. δεῖπνος `απογευματινό φαγητό΄ < ελνστ. δεῖπνον τό (μεταπλ. σε αρσ. με βάση την αιτ.), δες στο δείπνο]