Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δείπνο το [δípno] Ο39 : το τελευταίο γεύμα της ημέρας, κυρίως όταν πρόκειται για επίσημες συνεστιάσεις: Πρόσκληση σε ~. Θα παρακαθήσουν σε ~. Παραθέτω επίσημο ~ προς τιμήν κάποιου.
[αρχ. δεῖπνον `φαγητό, μεσημεριανό φαγητό΄, ελνστ. σημ.: `απογευματινό φαγητό΄]
- δείπνος ο [δípnos] Ο18 : (λόγ.) το δείπνο μόνο στην έκφραση Mυστικός* Δείπνος.
[λόγ. < ελνστ. ή μσν. δεῖπνος `απογευματινό φαγητό΄ < ελνστ. δεῖπνον τό (μεταπλ. σε αρσ. με βάση την αιτ.), δες στο δείπνο]