Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δασονόμος ο [δasonómos] Ο18 : δασικός υπάλληλος που υπηρετεί σε δασαρχείο και ασκεί διοικητικά και αστυνομικά καθήκοντα σε μια δασική περιοχή.
[λόγ. δάσ(ος) -ο- + -νόμος]