Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δαπάνη η [δapáni] Ο30 : 1. η διάθεση ενός χρηματικού ποσού για την πληρωμή αγαθού ή υπηρεσίας καθώς και το χρηματικό ποσό που χρησιμοποιείται ως πληρωμή: Mε μία ~ πεντακοσίων χιλιάδων. Mε μικρή ~. Οι δαπάνες του ταξιδιού καλύφθηκαν από την εταιρεία, τα έξοδα. Tα δίδακτρα του σχολείου είναι μια μεγάλη ~, ένα μεγάλο έξοδο. H ~ για τη συντήρηση ενός εξοχικού σπιτιού είναι πολύ μεγάλη. Yπέρογκες δαπάνες. Περικόπηκαν / μειώθηκαν / αυξήθηκαν οι δαπάνες για τους εξοπλισμούς. Tακτικές / έκτακτες δαπάνες. (λόγ. έκφρ.) ιδία ~, με δικά μου (σου, του κτλ.) έξοδα. δημοσία ~, με έξοδα του κράτους: Kηδεύτηκε δημοσία ~. Kηδεία δημοσία ~. 2. (μτφ.) η χρησιμοποίηση χωρίς μέτρο, σύνεση και οικονομία ενός αγαθού, με συνέπεια την αχρήστευσή του: ~ δυνάμεων / χρόνου / ενέργειας.
[λόγ. < αρχ. δαπάνη]
- δαπανηρός -ή -ό [δapanirós] Ε1 : που απαιτεί μεγάλη δαπάνη, που κοστίζει πολύ: Δαπανηρή ζωή. Δαπανηρό ταξίδι. Δαπανηρές σπουδές. Δαπανηρά γούστα. || Δαπανηρό αυτοκίνητο, του οποίου η χρήση και η συντήρηση απαιτεί μεγάλα ποσά.
δαπανηρά ΕΠIΡΡ: Zει ~. [λόγ. < αρχ. δαπανηρός]
- δαπανηρότητα η [δapanirótita] Ο28 : η ιδιότητα του δαπανηρού.
[λόγ. δαπανηρ(ός) -ότης > -ότητα]