Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δαμάσκηνο το [δamáskino] Ο41 : σαρκώδης καρπός με ελλειψοειδές σχήμα, χρώμα σκούρο μοβ, λεπτή φλούδα και χυμώδη, εύγευστη σάρκα· ο καρπός της δαμασκηνιάς: Nόστιμα δαμάσκηνα. Ξερά δαμάσκηνα. Δαμάσκηνα κομπόστα.
[μσν. δαμάσκηνον < ελνστ. δαμασκηνόν ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. Δαμασκηνός (< τοπων. Δαμασκός) υποχωρ. για ένδειξη ουσιαστικοπ. (σύγκρ. στακτής > στάχτη)]
- δαμασκηνός -ή -ό [δamaskinós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται ή που προέρχεται από τη Δαμασκό: Δαμασκηνό σπαθί / ύφασμα.
[λόγ. < ελνστ. Δαμασκηνός (< τοπων. Δαμασκός)]