Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δαιμονα
1 εγγραφή
δαίμονας ο [δémonas] Ο5 : I1. το πνεύμα του κακού: Ποιος ~ σ΄ έβαλε να το κάνεις; Έχει το δαίμονα μέσα του. (έκφρ.) να πάρει ο ~ / (άι) στο δαίμονα, επιφωνηματική έκφραση οργής ή αγανάκτησης, ηπιότερη από την έκφραση στο διάβολο, που παίρνει διάφορες σημασίες ανάλογα με τα συμφραζόμενα ή το χρωματισμό της φωνής: (Άι) στο δαίμονα, απειλητικά. Πού στο δαίμονα πήγες; Tι στο δαίμονα κάνεις;, με αγανάκτηση. ΦΡ θεοί* και δαίμονες. κινώ* θεούς και δαίμονες. απειλώ* θεούς και δαίμονες. ο ~ του τυπογραφείου*. 2. ως χαρακτηρισμός ανθρώπου έξυπνου, ιδιαίτερα ικανού και επινοητικού, αλλά και μοχθηρού ή καταχθόνιου: Είναι ένας ~ και μισός. Aυτή η γυναίκα είναι σωστός ~. ΦΡ θηλυκός* ~. || (έκφρ.) κακός ~, για κπ. που επηρεάζει και οδηγεί, παρακινεί στο κακό: Είναι ο κακός του ~. || Οι δαίμονες της ασφάλτου, παράτολμοι και επικίνδυνοι οδηγοί, κυρίως μοτοσικλετιστές. II. γενική ονομασία για τις αρχαίες ελληνικές κατώτερες θεότητες.

[I1: μσν. δαίμονας < αρχ. δαίμων, αιτ. -ονα `θεότητα΄, ελνστ. σημ.: `κατώτερη θεϊκή δύναμη, κακό πνεύμα΄· I2: λόγ. σημδ. γαλλ. démon (στη νέα σημ.) < λατ. daemon < αρχ. δαίμων· II: λόγ. < αρχ. δαίμων]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες