Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δαιδαλώδης -ης -ες [δeδalóδis] Ε11 : 1. που έχει τη μορφή δαιδάλου, λαβυρίνθου: Δαιδαλώδες οικοδόμημα / σχέδιο. Οι δαιδαλώδεις στοές ενός ορυχείου. 2. (μτφ.) που είναι πολύπλοκος, μπερδεμένος, που δύσκολα μπορούμε να τον καταλάβουμε ή να τον αντιμετωπίσουμε: ~ υπόθεση.
[λόγ. δαίδα λ(ος) -ώδης μτφρδ. γαλλ. dédaléen < dédale < λατ. Daedalus < αρχ. Δαίδα λος (ο μυθικός δημιουργός του Λαβυρίνθου)]