Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δαίδαλος ο [δéδalos] Ο20α : 1. πολύπλοκη διάταξη διαδρόμων, δωματίων, στοών, οικοδομημάτων κτλ. που καθιστά προβληματική ή αδύνατη την έξοδο· λαβύρινθος: Ένας ~ από σοκάκια. Xάθηκε στους δαιδάλους των ανακτόρων. || Mέσα στους δαιδάλους του υπουργείου, και μτφ. για πολύπλοκη και χρονοβόρα διαδικασία. 2. (μτφ.) διανοήματα, σκέψεις, συλλογισμοί πολύπλοκοι και δύσκολοι να τους παρακολουθήσει ή να τους κατανοήσει κάποιος: Ο ~ της σκέψης του. Ο ~ των νόμων.
[λόγ. < αρχ. δαίδαλος `περίπλοκα επεξεργασμένος΄ & σημδ. γαλλ. dédaléen (δες στο δαιδαλώδης)]