Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δίχρονος 1 -η -ο [δíxronos] Ε5 : 1. που έχει δύο προσωδιακούς χρόνους: Δίχρονο φωνήεν, στην αρχαία ελληνική γραμματική, καθένα από τα φωνήεντα α, ι, υ τα οποία άλλοτε παριστάνουν μακρόχρονο και άλλοτε βραχύχρονο φθόγγο. || (ως ουσ.) το δίχρονο, δίχρονο φωνήεν: Tα δίχρονα είναι τρία. || Δίχρονη συλλαβή, στην αρχαία ελληνική μετρική, η συλλαβή που λογαριάζεται στο στίχο άλλοτε ως μακρόχρονη και άλλοτε ως βραχύχρονη. 2. (τεχν.) για κινητήρα εσωτερικής καύσης, του οποίου ο κύκλος λειτουργίας συμπληρώνεται σε δύο χρόνους.
[λόγ. < ελνστ. δίχρονος (σφαλερός χαρακτηρισμός για τα φων. από σύγχυση ανάμεσα στην προφ. και την ορθογρ. της αρχ. ελληνικής)]
- δίχρονος 2 -η -ο : 1. που έχει ηλικία δύο ετών: Ένα δίχρονο αγόρι. 2. που έχει διάρκεια δύο χρόνων· διετής.
[δι- 1 + χρόν(ος) -ος]