Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δίφραγκο το [δífraŋgo] Ο41 : (οικ.) κέρμα που έχει αξία δύο δραχμών· δίδραχμο. ΦΡ τέρμα τα δίφραγκα, για να δηλώσουμε ότι κτ. τελείωσε οριστικά ή ότι έχει παρθεί κάποια οριστική απόφαση.
διφραγκάκι το YΠΟKΟΡ για να δηλώσουμε την πολύ μικρή αξία του νομίσματος. [δι- 1 + φράγκο]