Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γύφτος ο [jíftos] Ο18 θηλ. γύφτισσα [jíftisa] Ο27 : 1. (μειωτ.) ο τσιγγάνος της Ελλάδας: Γύφτοι στήσανε τα τσαντίρια τους έξω από τη Λάρισα. Γέμισε ο τόπος γύφτους. Ήρθε μια γύφτισσα να μου πει τη μοίρα μου. ΦΡ τρέμει / κρυώνει σαν ~, κρυώνει πάρα πολύ. ΠAΡ Είδε ο ~ τη γενιά* του κι αναγάλλιασε η καρδιά του. Όλοι οι γύφτοι μια γενιά*. 2. (παρωχ.) α. τεχνίτης σιδηρουργός. β. οργανοπαίχτης: Φώναξαν τους γύφτους στο πανηγύρι. 3. (μτφ.) α. άνθρωπος μικροπρεπής και φιλάργυρος: Είναι μεγάλος ~, πεντάρα δεν του παίρνεις από τα χέρια του. β. αυτός που ζει σε συνθήκες βρομιάς και ακαταστασίας: Γίναμε γύφτοι. Zούμε σαν γύφτοι. γ. άνθρωπος υπερβολικά μελαχρινός.
γυφτάκι το YΠΟKΟΡ. γυφτάκος ο YΠΟKΟΡ. γύφταρος ο MΕΓΕΘ. [μσν. Γύφτος < αρχ. εθν. Aἰγύπτιος (με αποβ. του αρχικού άτ. φων., ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] και αποφυγή της χασμ.), επειδή θεωρούνταν πως κατάγονται από την Aίγυπτο (πρβ. ισπαν. Gitano, ιταλ. Gitano < *Aegyptanus = Aἰγύπτιος)· γύφτ(ος) -ισσα· γύφτ(ος) -άκος· γύφτ(ος) -αρος]