Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γύπας
1 εγγραφή
γύπας ο [jípas] Ο3 : μεγάλο αρπαχτικό πουλί.

[μσν. γύπας < αρχ. γύψ, αιτ. γῦπα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες