Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γύμνωση
1 εγγραφή
γύμνωση η [jímnosi] Ο33 : η αφαίρεση του προστατευτικού περιβλήματος ενός καλωδίου.

[λόγ. < αρχ. γύμνω(σις) `γδύσιμο΄ -ση σημδ. αγγλ. stripping]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες