Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γυφτιά η [jiftxá] Ο24 : 1. (μειωτ.) το σύνολο των γύφτων: Πλάκωσε η ~. 2. (μτφ., οικ.) α. η βρομιά και ακαταστασία: H ~ του δε λέγεται. β. ενέργεια που χαρακτηρίζεται από μικροπρέπεια, φιλαργυρία: Δε συνηθίζω να κάνω γυφτιές. γ. για πλήθος που του αποδίδουν αρνητικά χαρακτηριστικά ως προς την εμφάνιση, τη συμπεριφορά ή τον τόπο καταγωγής: Στη συγκέντρωση μαζεύτηκε όλη η ~.
[γύφτ(ος) -ιά]