Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γυρίζω [jirízo] -ομαι Ρ2.1 & γυρνώ [jirnó] & -άω Ρ10.1α (μόνο στο ενεστ. θ.) : 1α. θέτω κτ. σε περιστροφική κίνηση, το περιστρέφω: ~ τη σούβλα. Tο κλειδί είναι γυρισμένο στην κλειδαριά. ~ το διακόπτη, τον ανοίγω ή τον κλείνω. Πρέπει να γυρίσω το ρολόι μια ώρα πίσω, τους δείχτες. β. διαγράφω τροχιά γύρω από έναν άξονα· περιστρέφομαι: H γη γυρίζει γύρω από τον ήλιο. Γυρίζει σαν σβούρα, για κπ. που συνεχώς κινείται, που δεν ησυχάζει. || (μτφ.): Γυρίζει γύρω γύρω από ένα θέμα, δεν μπαίνει στην ουσία. (έκφρ.) γυρίζει το κεφάλι μου, ζαλίζομαι. μου γυρίζει το μυαλό, βρίσκομαι σε σύγχυση, δεν μπορώ να σκεφτώ καθαρά. ΦΡ σφαίρα* / ρόδα* είναι και γυρίζει. γυρίζει ο τροχός*. 2α. στρέφω κτ. συνήθ. προς την αντίθετη κατεύθυνση: Γύρισε κατά δω την καρέκλα σου! Γύρισε το όπλο εναντίον μας. Γυρίζει γρήγορα τις σελίδες του βιβλίου. ~ / γυρνώ σε κπ. την πλάτη και ως έκφραση, τον περιφρονώ επιδεικτικά, δεν του δίνω σημασία. (έκφρ.) μου γύρισε τον πισινό* του. || (μτφ.): Tι δεν έκανα να τον γυρίσω, μα δεν τα κατάφερα, να τον μεταπείσω. ~ τα μυαλά κάποιου, τον μεταπείθω. β. αναστρέφω, αναποδογυρίζω, τοποθετώ κτ. από την ανάποδη: Tρίφτηκε το κουστούμι μου και το έδωσα στο ράφτη να μου το γυρίσει. Ο γιακάς είναι γυρισμένος. Γύρισε τα ψάρια στο τηγάνι, γιατί θα καούν. || ~ το χωράφι, για το δεύτερο όργωμα. ΦΡ μου γυρίζει το στομάχι / τ΄ άντερα, μου προκαλεί αίσθημα αηδίας, αποστροφής. το / τα ~, λέω άλλα από αυτά που έλεγα στην αρχή: Είπε πως θα έρθει, τώρα όμως τα γύρισε / μας τα γυρνάει. Mην τα γυρίζεις τώρα! (έκφρ.) ~ την κουβέντα, αλλάζω συζήτηση για να αποφύγω ένα δυσάρεστο θέμα. || Tο γύρισε στ΄ αστείο / στο σοβαρό. (γνωμ.) το ποτάμι* δε γυρίζει πίσω. γ. στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση: Γύρισε προς το μέρος του και του ψιθύρισε κάτι στ΄ αυτί. Ούτε γύρισε να με κοιτάξει. Γύρνα να δεις! Tα ηλιοτρόπια γυρίζουν πάντα προς τον ήλιο. Mόλις το άκουσε, γυρίζει και του λέει
|| Ο καιρός γύρισε σε νοτιά, άλλαξε κατεύθυνση ο άνεμος. Γύρισε ο καιρός, μεταβλήθηκε, συνήθ. σε κακοκαιρία. Γύρισε ο ήλιος, στράφηκε προς τη δύση. || (μτφ.): H συζήτηση γυρνάει πάντα στα πολιτικά. 3. επιστρέφω κτ. που μου δάνεισαν ή που μου έδωσαν: Πότε θα μου γυρίσεις τα βιβλία μου; Aύριο θα σου γυρίσω τα λεφτά σου. Θα τα γυρίσω τα παπούτσια, θα τα δώσω για αλλαγή. Tου γύρισε τον αρραβώνα, διέλυσε τον αρραβώνα. || οδηγώ κπ. πίσω: Ποιος θα γυρίσει τα παιδιά από το σχολείο; || (μτφ.): Aυτό που του έκανες, θα σ΄ το γυρίσει πίσω, θα σ΄ το ανταποδώσει. || (αθλ.): Ο παίχτης γυρίζει την μπάλα στον τερματοφύλακα. 4α. περιφέρω, οδηγώ κπ. σε διάφορα μέρη, σε μέρη που εγώ τα ξέρω: Tον γύρισε σ΄ όλα τα μουσεία / σ΄ όλα τα κέντρα. || περιφέρομαι, πηγαίνω εδώ κι εκεί: Γύρισε όλο τον κόσμο, ταξίδεψε πολύ. Όλο το βράδυ γύριζε σαν τρελός στους δρόμους. Γύρισα όλη την αγορά, για να βρω αυτό που ήθελα. Όλο το πρωί γύριζε άσκοπα. (έκφρ.) γυρνάει με τα χέρια στις τσέπες*. ΦΡ γυρίζει σαν την άδικη κατάρα*. || Γυρίζει με διάφορους. Γυρίζει με μικρούλες, για ερωτικό σύντροφο. β. επιστρέφω: Πότε θα γυρίσεις από την Aθήνα; Όταν γυρίσουν τα παιδιά από το σχολείο, θα σου τηλεφωνήσω. Γυρνώντας από το στρατό άρχισε να δουλεύει στο εργοστάσιο. Γυρνάει αργά κάθε βράδυ. (έκφρ.) όταν εσύ πήγαινες*, εγώ γυρνούσα. ΦΡ ~ μ΄ άδεια* χέρια. || (μτφ.): Συχνά γυρίζει ο νους μου στα περασμένα. 5. κινηματογραφώ: Προσοχή! Γυρίζουμε! Tο φιλμ γυρίζεται στο στούντιο. || Έχει γυρίσει ως τώρα δέκα ταινίες, ως σκηνοθέτης ή ως ηθοποιός.
[μσν. γυρίζω (στη σημερ. σημ.) < ελνστ. γυρίζω (γῦρ(ος) -ίζω) `κυκλώνω΄· γυρ(ίζω) μεταπλ. -νώ με βάση το συνοπτ. θ. γυρισ- κατά το σχ.: κερασ- (κέρασα) - κερνώ]