Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γνωστός -ή -ό [γnostós] Ε1 : 1. για κτ. που το ξέρουμε καλά, που μας είναι οικείο μέσα από τη γνώση ή την εμπειρία: Στην αρχαιότητα, τα όρια του γνωστού κόσμου ήταν περιορισμένα. Επαναλαμβάνεις πράγματα γνωστά και χιλιοειπωμένα. Είναι γνωστές οι απόψεις του για τον πολιτικό γάμο. Πατήσαμε πια σε γνωστό έδαφος. Γνωστή φυσιογνωμία, όταν κάποιος μας φαίνεται γνωστός, αλλά δεν μπορούμε να θυμηθούμε το όνομά του. || συνηθισμένος: Άρχισε πάλι τη γνωστή του τακτική και ως ουσ. τα γνωστά. || Είναι γνωστό ότι / πως
: Είναι γνωστό πως η γη κινείται γύρω από τον ήλιο. Είναι πια γνωστό σε όλους ότι στη Σελήνη δεν υπάρχει ζωή. (έκφρ.) κάνω κτ. γνωστό, το γνωστοποιώ ή το γνωρίζω σε κπ. (λόγ.) ως γνωστό(ν)
: H γη, ως γνωστόν, κινείται γύρω από τον ήλιο. 2. για πρόσωπα ή πράγματα με πλατιά φήμη, καλή ή κακή: Πολύ ~ ηθοποιός. Ο ~ μουσικοσυνθέτης. Είναι γνωστή για την ομορφιά της. Στο συνέδριο μετέχουν γνωστοί επιστήμονες. H ορχήστρα θα παίξει τα πιο γνωστά έργα του Mπετόβεν. || Είναι ~ στην αστυνομία, σεσημασμένος. || (ως ουσ.) ο γνωστός, θηλ. γνωστή, εκείνος με τον οποίο έχω κάποια γνωριμία: Συνάντησες κανένα γνωστόν; Έχει πολλούς γνωστούς στην Aθήνα. (έκφρ.) ~ και μη εξαιρετέος, (ειρ.) πασίγνωστος.
[αρχ. γνωστός]