Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γνωμικό το [γnomikó] Ο38 : σύντομη φράση που εκφράζει, συχνά χωρίς μεταφορά, μια πρακτική αλήθεια, δίνει περιληπτικά μια λογική αρχή, έναν κανόνα συμπεριφοράς ή κάνει μια ψυχολογική παρατήρηση: Συνηθίζει να μιλά με γνωμικά και παροιμίες.
[λόγ. < ελνστ. γνωμικόν]
- γνωμικός -ή -ό [γnomikós] Ε1 : που αναφέρεται σε μια γενικά αποδεκτή αλήθεια: Γνωμικοί ποιητές. ~ αόριστος, ο αόριστος που χρησιμοποιείται αντί για τον ενεστώτα σε εκφράσεις με καθολική ισχύ.
[λόγ. < αρχ. ή ελνστ. γνωμικός (γνωμικός αόριστος: μτφρδ. γερμ. gnomischer Aorist < αρχ. ή ελνστ. γνωμικός)]