Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γλωσσολογικός -ή -ό [γlosolojikós] Ε1 : που αναφέρεται στη γλωσσολογία: Γλωσσολογικές μελέτες. Γλωσσολογικό συνέδριο.
[λόγ. γλωσσολογ(ία) -ικός μτφρδ. γαλλ. linguistique]