Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γλυφίδα
1 εγγραφή
γλυφίδα η [γlifíδa] Ο26 : εργαλείο για τη λάξευση· γλύφανο, σμίλη.

[λόγ. < αρχ. γλυφίς, αιτ. -ίδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες