Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γλιτώνω [γlitóno] Ρ1α : κατορθώνω να σώσω ή να απαλλάξω κπ. ή κτ., να σωθώ ή να απαλλαγώ από έναν κίνδυνο, μια απειλή, μια δυσάρεστη ή ενοχλητική κατάσταση: Ο γιατρός με γλίτωσε από βέβαιο θάνατο. Γλίτωσέ με, Θεέ μου, από τα βάσανα! Aπό το αεροπορικό δυστύχημα δε γλίτωσε κανείς. Είδα κι έπαθα να γλιτώσω απ΄ αυτόν τον μπελά. Θα γλιτώσουν από την οικοπεδοποίηση τα λίγα δάση που μας απέμειναν; Nα γλιτώσουμε τα λίγα νεοκλασικά σπίτια που απέμειναν. Δε θα μου γλιτώσει, κάπου θα τον πετύχω, δε θα μου ξεφύγει. Άμα πέσει στα χέρια μου, δε γλιτώνει με τίποτα. ~ το τομάρι μου / το κεφάλι μου. ~ παρά τρίχα, για κπ. που διέτρεξε μεγάλον κίνδυνο. (έκφρ.) δεν τη γλιτώνει, για επαπειλούμενο κακό. φτηνά* τη γλίτωσα. ΦΡ ~ από του χάρου* τα δόντια / το στόμα / τα νύχια. ~ κπ. από του χάρου* τα δόντια / το στόμα / τα νύχια. ~ από το στόμα του λύκου*. ~ κπ. από το στόμα του λύκου*. || απαλλάσσομαι από μια υποχρέωση, δαπάνη κτλ.: Άμα πάμε εκδρομή, θα γλιτώσουμε και το μάθημα. Aγόρασα σπίτι και γλίτωσα από το ενοίκιο.
[μσν. γλυτώνω < εγλυτώνω (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) < εκλυτώνω (με αφομ. ηχηρ. του [k] προς το [l] ) < ελνστ. ἔκλυτ(ος) `αφημένος ελεύθερος, χωρίς χαλινάρι΄ (αρχ. σημ.: `χαλαρός΄) -ώ > -ώνω (ορθογρ. απλοπ.)]