Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γλάστρα η [γlástra] Ο25 : 1. πήλινο συνήθ. δοχείο όπου φυτεύονται κυρίως άνθη και καλλωπιστικά φυτά: Mπαλκόνια γεμάτα γλάστρες. ΠAΡ Για χάρη του βασιλικού* ποτίζεται κι η ~. 2. (προφ., μειωτ.) χαρακτηρισμός για γυναίκα που αρκείται σε ένα διακοσμητικό ρόλο, της οποίας η συμβολή ή η δικαιοδοσία είναι ασήμαντη ή μηδενική.
γλαστράκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. γλαστρούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. γλαστρίτσα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [αρχ. γάστρα `δοχείο με φουσκωτή κοιλιά΄ > γράστρα (αφομ. ανάπτ. δεύτερου [r] και ανομ. [r > l] )· γλάστρ(α) -ούλα, -ίτσα]