Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γλάρος ο [γláros] Ο18 : θαλασσινό πουλί που ζει στις ακτές: Οι γλάροι κάνουν τις φωλιές τους στις σχισμές των βράχων.
γλαράκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. γλάρος < αρχ. λάρος (ανάπτ. [γ] για διευκόλυνση της άρθρ. κατά τη συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. τον λάρο: [ton-l > toŋgl > γl], πρβ. γλαρός)]
- γλαρός -ή -ό [γlarós] Ε1 : (λογοτ.) κυρίως για μάτια που είναι υγρά και λαμπερά, ηδυπαθή και ονειροπόλα.
[αρχ. ἱλαρός `χαρούμενος΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. (ανάπτ. [γ] για διευκόλυνση της άρθρ. κατά τη συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. τον λαρό: [ton-l > toŋgl > γl], πρβ. γλάρος)]