Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γκέτο
1 εγγραφή
γκέτο το [géto] Ο (άκλ.) : 1. συνοικία στην οποία ήταν υποχρεωμένοι να ζουν οι Εβραίοι: Tο ~ της Bαρσοβίας. 2. υποβαθμισμένη περιοχή, όπου μια μειονότητα ανθρώπων ζει απομονωμένη από τον υπόλοιπο πληθυσμό: ~ των μαύρων στις μεγάλες αμερικανικές πόλεις. 3. (μτφ.) κατάσταση απομόνωσης: Ένα κράτος που προσπαθεί να βγει από το οικονομικό ~.

[λόγ. < γερμ. ή αγγλ. ghetto < βεν. gheto (ιταλ. ghetto)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες