Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γκέτα η [géta] Ο25 : εξάρτημα στολής από χοντρό ύφασμα ή δέρμα, που καλύπτει το κάτω μέρος του ποδιού, εκεί που τελειώνει το παπούτσι, ή την κνήμη από τον αστράγαλο ως το γόνατο.
[βεν. gheta (ιταλ. ghetta)]