Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γιωταχί
1 εγγραφή
γιωταχί το [jotaxí] Ο (άκλ.) : (προφ.) αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσης.

[αρκτικόλ. Ι(διωτικής) Χ(ρήσης)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες