Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γιωταχής ο [jotaxís] Ο8 (συνήθ. πληθ.) : (προφ.) κάτοχος αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης: Οι γιωταχήδες διαμαρτύρονται για την αύξηση των ασφαλίστρων.
[γιωταχ(ί) -ής]