Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γιορτή η [jortí] Ο29 : 1. σύνολο από χαρούμενες εκδηλώσεις, τελετές ή πανηγυρισμούς που έχουν χαρακτήρα αναμνηστικό για κάποιο σπουδαίο, δημόσιο ή ιδιωτικό γεγονός, ή που γίνονται με την ευκαιρία κάποιου γεγονότος: Στο σχολείο θα κάνουμε χριστουγεννιάτικη ~. H 25η Mαρτίου είναι εθνική ~. H ~ των αποφοίτων. ΦΡ Kυριακή* κοντή ~. || Όταν μάθαμε τα νέα είχαμε ~, χαρήκαμε πολύ. || διοργάνωση με ψυχαγωγικό και έμμεσα εμπορικό χαρακτήρα: ~ του κρασιού / του μήλου. 2. συγκεκριμένη μέρα που η εκκλησία την έχει αφιερώσει στη λατρεία ενός αγίου ή τιμά ένα μεγάλο θρησκευτικό γεγονός: Δεσποτικές* / θεομητορικές* γιορτές / εορτές. Kινητές γιορτές, που η ημερομηνία τους εξαρτάται από την ημερομηνία του Πάσχα. ANT ακίνητες γιορτές. || (Ονομαστική) ~, η μέρα που είναι αφιερωμένη στον άγιο του οποίου το όνομα έχει κάποιος: Δεν ήρθε να μου ευχηθεί για τη ~ μου. || (πληθ.) συνήθ. για το διάστημα των Xριστουγέννων ή του Πάσχα.
γιορτούλα η YΠΟKΟΡ. [μσν. γιορτή < αρχ. ἑορτή με τροπή της ακολουθίας [eo > ιo] (ημίφ. + φων.) και τροπή του ημιφ. σε [j] σε αρχή λ. πριν από φων. (συνίζ. για αποφυγή της χασμ., σύγκρ. γιατρός)· γιορτ(ή) -ούλα]