Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γιατί 1 [jatí] σύνδ. αιτιολ. : I. εισάγει δευτερεύουσες αιτιολογικές προτάσεις· επειδή. 1. δικαιολογεί πρόταση ή γενικά πράξη που προηγείται: Δεν ήρθε, ~ μετάνιωσε. Πάρε μαζί σου ομπρέλα, ~ μάλλον θα βρέξει. || επεξηγεί τα προηγούμενα: Nα γιατί τον αγαπώ· ~ είναι πάντα πρόθυμος και γελαστός. Ξέρεις γιατί δεν ήρθαν; ~ δεν ήθελαν να τον συναντήσουν. || για περισσότερη έμφαση, μόνο και μόνο ~: Ήρθα μόνο και μόνο ~ ήθελα να σας δω. 2. παρενθετικά για να δικαιολογήσει κτ. που εννοείται: Tρέξτε όλοι σας, Ελένη, Mαρία, ~ ακόμη δε σας ξέρω όλους, να βοηθήσετε. 3. ύστερα από φράση προσταγής και με εννοούμενη υποθετική πρόταση: Φύγε, ~ σε σκότωσα, γιατί αν δε φύγεις θα σε σκοτώσω. Δρόμο, ~ αλλιώς θα μας προλάβουν. II. στη θέση παρατακτικού συνδέσμου ύστερα από τελεία, άνω τελεία ή ερωτηματικό: Θα μείνει μόνος και αβοήθητος. ~ βέβαια δε βρίσκει κανείς εύκολα ανθρώπους σαν εμάς. III. (ως ουσ.) το γιατί, ο λόγος, η αιτία: Άργησα, άκουσε όμως το ~, το λόγο, την αιτία. Tα ~ και τα διότι.
[μσν. γιατί < διατί < ερωτ. διατί με εξέλ. κατά το διατί > γιατί 2]
- γιατί 2 μόριο ερωτ. : 1. εισάγει ευθείες ή πλάγιες ερωτήσεις· για ποιο λόγο, ποιος είναι ο λόγος που: ~ δεν ήρθες; ~ το ΄βαλες στα πόδια; Mας ρώτησε ~ δεν τον καλέσαμε. || με περισσότερη έμφαση: Nα ~ είναι τόσο καλοστεκούμενος· γιατί ασκείται καθημερινά. Nα ~ όλοι τον αγαπούν· γιατί
2. απολύτως, όταν ο ομιλητής ζητά κάποια εξήγηση για μια απαίτηση, επιθυμία, προσταγή κτλ. που του απευθύνουν ή για μια κατάσταση κατά τη γνώμη του ανεξήγητη ή παράλογη: Στάσου ακίνητος! -~;, για ποιο λόγο; Εσύ θα μείνεις εδώ. -~;, γιατί να μείνω εδώ; ~ όλα αυτά;, για ποιο λόγο γίνονται όλα αυτά;
[μσν. γιατί < διατί < φρ. διά τι [δia tí] με εξέλ. [δiatí > jatí] : δες στο για 1]