Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γιαούρτι το [jaúrti] Ο44 : γάλα που έχει πήξει με ειδική ζύμωση, έχει ελαφρά υπόξινη ευχάριστη γεύση και θεωρείται τροφή εύπεπτη και με μεγάλη θρεπτική αξία: Aγελαδινό / πρόβειο ~. ~ σακούλας / στραγγιστό. ~ με μέλι. ~ με φράουλα / με φρούτα του δάσους. ΠAΡ Όποιος καεί / κάηκε στο χυλό / στο κουρκούτι / στο γάλα, φυσάει και το ~, εξαιτίας κάποιας αποτυχίας, παίρνει κανείς προληπτικά μέτρα και σε περιπτώσεις που δε χρειάζεται.
γιαουρτάκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ. yoğurt -ι από τουρκ. διάλ. των Βαλκανίων ή μέσω των βλάχ. (πρβ. βουλγ. yagurt, ρουμ. yaurt) (στα τουρκ. χαλαρή προφ. του μεσοφ. [ğ] )]