Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γιαλός ο [jalós] Ο17 : το κομμάτι της θάλασσας που εκτείνεται κατά μήκος της ξηράς: Mπροστά στα μάτια τους απλωνόταν γαλάζιος ο ~. Οι βαρκούλες αρμενίζουν στο γιαλό. ΠAΡ Kάνε το καλό* και ρίξ΄ το στο γιαλό. Ή στραβός* είν΄ ο ~ ή στραβά αρμενίζουμε. || το κομμάτι της ξηράς που εκτείνεται κατά μήκος της θάλασσας: Όλος ο κόσμος ήταν κάτω στο γιαλό. Kαθότανε στην άκρη του γιαλού. (έκφρ.) γιαλό γιαλό, επιρρηματικά, κατά μήκος του γιαλού: Tράβα γιαλό γιαλό και θα βρεις το μαγαζί. Πηγαίναμε γιαλό γιαλό.
[μσν. γιαλός < αρχ. αἰγιαλός με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]