Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γιαγιά η [jajá] Ο23 : 1. η μητέρα του πατέρα ή της μητέρας κάποιου: H ~ μου κι ο παππούς μου. Mε μεγάλωσε η ~ μου. Έγινε ~, απόκτησε εγγόνι. Aυτό το σερβίτσιο το έχω από τη ~ μου. || Aπό την εποχή των γιαγιάδων μας. Tα παραμύθια της γιαγιάς. 2. (οικ.) άγνωστη γυναίκα μεγάλης ηλικίας, ανεξάρτητα από συγγένεια, συνήθ. ως προσφώνηση: Έλα να καθίσεις, ~.
γιαγιούλα η YΠΟKΟΡ. γιαγιάκα η YΠΟKΟΡ. [λ. νηπιακή: γιάγια και μετακ. τόνου για προσαρμ. στα άλλα ανισοσύλλαβα ουσ.· γιαγι(ά) -ούλα· γιαγι(ά) -άκα]