Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γητευτής
1 εγγραφή
γητευτής ο [jiteftís] Ο7 θηλ. γητεύτρα [jitéftra] Ο25α : (λαϊκότρ.) αυτός που γητεύει, που μαγεύει.

[μσν. γητευτής < γητεύ(ω) -τής· γητευ(τής) -τρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες