Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γηροκομείο το [jirokomío] Ο39 : α. κοινωφελές ίδρυμα για την περίθαλψη και τη φροντίδα γερόντων· (πρβ. οίκος ευγηρίας): Ο φόβος του είναι μήπως τα παιδιά του τον κλείσουν στο ~. β. (μτφ., ειρ.) για σπίτι όπου ζουν ηλικιωμένοι: Tο σπίτι τους κατάντησε σωστό ~.
[λόγ. < ελνστ. γηροκομεῖον]