Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γεωφυσικός ο [jeofisikós] Ο17 θηλ. γεωφυσικός [jeofisikós] Ο34 : επιστήμονας που ασχολείται με τη γεωφυσική.
[λόγ. γεω(φυσική) -φυσικός κατά το σχ.: φυσική - φυσικός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- γεωφυσικός -ή -ό [jeofisikós] Ε1 : που αναφέρεται στη φυσική διάπλαση της γης: ~ χάρτης.
[λόγ. γεωφυσ(ική) -ικός]