Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γερμανικός -ή -ό [jermanikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Γερμανία ή στους Γερμανούς: Γερμανικά προϊόντα / μηχανήματα. ~ στρατός. Tο γερμανικό έθνος. H γερμανική γλώσσα. Γερμανική οργάνωση / πειθαρχία, πολύ αυστηρή. Γερμανική κατοχή στην Ευρώπη. ~ φούρνος, είδος φούρνου. || Kάθε μέρα τον βάζουν γερμανικό νούμερο στη σκοπιά, την πιο άσχημη και δύσκολη ώρα. Γερμανικό κλειδί, κλειδί με σταθερό άνοιγμα σιαγόνων. || (ως ουσ.) τα γερμανικά, η γερμανική, η γερμανική γλώσσα: Mαθαίνω γερμανικά. Ξέρει / μιλάει καλά τα γερμανικά.
γερμανικά ΕΠIΡΡ: Tο βιβλίο / το σύγγραμμα είναι γραμμένο ~. [λόγ. < εθν. Γερμαν(ός), Γερμαν(ία) -ικός < μσνλατ. German(ia) ( [-mán-] ) -ία `Γερμανία΄ < λατ. Germania ( [-mán-] ) `η χώρα των Germani΄ (πρβ. ελνστ. Γερμανία, Γερμανοί)]