Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γενοκτονία η [jenoktonía] Ο25 : έγκλημα που διαπράττεται με σκοπό τη συστηματική εξόντωση μιας ομάδας ανθρώπων που ανήκουν στο ίδιο έθνος, στην ίδια φυλή ή στην ίδια θρησκεία: H ~ των Εβραίων από τους ναζί. H ~ των Aρμενίων από τους Tούρκους.
[λόγ. γέν(ος) -ο- + -κτονία κατά τη λ. ανθρωποκτονία μτφρδ. γαλλ. génocide < αρχ. γένο(ς) + -cide (< λατ. caedo `σκοτώνω΄)]