Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γενετή
2 εγγραφές [1 - 2]
γενετή η [jenetí] Ο29 : μόνο στη λόγια ΦΡ εκ γενετής, από τη γέννησή (του), συνήθ. για σωματικά ελαττώματα ή παθήσεις: Είναι εκ γενετής τυφλός· (πρβ. από γεννησιμιού του).

[λόγ. < αρχ. φρ. ἐκ γενετῆς (γενετή `στιγμή της γέννησης΄)]

γενετήσιος -α -ο [jenetísios] Ε6 : (επιστ.) που αναφέρεται σε φαινόμενα, λειτουργίες ή διαταραχές που έχουν σχέση με την αναπαραγωγή, τις σχέσεις των δύο φύλων, τη λειτουργία των γεννητικών αδένων κτλ.· (πρβ. σεξουαλικός, αφροδισιακός): Γενετήσιο ένστικτο. Γενετήσια ορμή / διαστροφή. Γενετήσια πράξη / επαφή.

[λόγ. < ελνστ. γενετήσιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες