Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γενέτειρα
1 εγγραφή
γενέτειρα η [jenétira] Ο27 : I. η πόλη ή το χωριό όπου γεννήθηκε κάποιος, η ιδιαίτερη πατρίδα του, σε αντιδιαστολή με την κοινή πατρίδα, καθώς και η χώρα του σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο: Γύρισε στη γενέτειρά του για να παντρευτεί. II. (μαθημ.) η γεωμετρική γραμμή η οποία, όταν κινείται κατά έναν ορισμένο τρόπο, σχηματίζει μια επιφάνεια: ~ κώνου / κυλίνδρου.

[λόγ. < ελνστ. γενέτειρα, αρχ. σημ.: `μητέρα΄, θηλ. της λ. γενετήρ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες