Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γεια [já] επιφ. ευχετικό : κυρίως σε τυποποιημένες εκφράσεις: α. για χαιρετισμό: ~ σου / σας. ~ χαρά! ~ σας και χαρά σας!, για άφιξη ή αναχώρηση. || Έχε / έχετε ~! Aφήνω ~, αποχαιρετώ. β. ~ στα χέρια σου, εγκωμιαστικά σε κπ. που έφτιαξε κτ. πετυχημένο. ~ στο στόμα σου, εγκωμιαστικά σε κπ. που είπε κτ. πετυχημένο. γ. με ~ (σου / σας), σε κπ. που φορά ή γενικά αγόρασε κτ. καινούριο. (ειρ.) με ~ τα μάτια, σε κπ. που δεν πρόσεξε κτ. καινούριο. με ~ τ΄ αυτιά, σε κπ. που δεν άκουσε κτ. καλά. || με ~ του, με χαρά του, αφού επιμένει, ας το κάνει. δ. ~ σου!, ευχή σε κπ. που φταρνίζεται· γείτσες.
[μσν. γεια, γεια σου < ελνστ. ὑγεία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. και αποβ. του αρχικού άτ. φων. < αρχ. ὑγιεία]